- προσθόδομος
- προσθό-δομος, ὁ,A chief of a house or its former lord,
Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσθόδομος — ὁ, Α ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος] … Dictionary of Greek
προσθοδόμοις — προσθόδομος chief of a house masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 … Dictionary of Greek